Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Λυκαυγές...

βρέθηκα μόνος σε περιοχές περίεργες
με σέπια σύννεφα και δάση που δέν τάξερα
αλλάζαν χρώματα τα δένδρα τους
από το μπλε του κοβαλτίου μέχρι το ακαζού αμπίρ
βάδιζα κι η διαθεσή μου ήταν τροπική
περίμενα τουτέστιν δυνατή βροχή
ή υγρασίες που να κόβονται με το μαχαίρι
μα διόλου δεν περίμενα
το Λύκο που αίφνης εμφανίστηκε μπροστά μου..
στάθηκε και μου ζήτησε τσιγάρο
'πως απ τα μέρη μας..'με ρώτησε

τα είχα χάσει εντελώς
βλέποντας λύκο να καπνίζει
τι να του πω,,
άρχισα κάτι για δουλειές να λεώ
που εμετό μου φέρναν
κάτι δικαιολογίες για υποχρεώσεις
δήθεν που ήτανε σημαντικές
και την ανάγκη γενικώς να φύγω
πριν μαχαιρώσω κανα πούστη
απο τη χώρα των Ασπόνδυλων που ζούσα,,,

κι εγώ το ίδιο έκανα με σένα,μούπε
ήμουνα μια ζωή πνιγμένος
το μόνο που με έφτιαχνε
ήτανε μερικά ντοκιμαντέρ
που είχαν λύκους-το καλύτερό μου-
λύκους να βλέπω να ουρλιάζουν στο φεγγάρι
και ξαφνικά βυθίστηκα,,
τώρα πως έγινε να μπερδευτούν τα όνειρα
ούτε που ξέρω,
δικέ μου άντε γειά....

2 σχόλια:

Lena. είπε...

θΑΥΜΑΣΙΟ!Κι εγώ σου αφιερώνω κάτι που αγαπώ πολύ.Αλλωστε,είναι γνωστή η αδυναμία μου στους λύκους και τις λυκοποριές...
Το ουρλιαχτό των λύκων
Είναι απόκοσμο.
Τι σέρνουν από τα μακριά λουριά του ήχου
Που διαλύεται μες στη σιγαλιά του αέρα;
Επειτα το κλάμα ενός μωρού, μέσα στο δάσος των λιμασμένων σιωπών,
Φέρνει τους λύκους τρέχοντας.
Το κούρδισμα ενός βιολιού, μέσα στο δάσος λεπτοκαμωμένο σαν το αυτί μιας κουκουβάγιας,
Φέρνει τους λύκους τρέχοντας- φέρνει τις ατσάλινες παγίδες που κροταλίζουν στάζοντας σάλια,
Ατσάλι ντυμένο με γούνα για να μην ραγίσει από το κρύο,
Τα μάτια που δεν έμαθαν ποτέ πώς έγινε
Και πρέπει να ζήσουν έτσι.
Πώς πρέπει να ζήσουν
Η αθωότητα χώθηκε στα ορυκτά.
Ο αγέρας σαρώνει τον κυρτωμένο λύκο που τρέμει.
Ουρλιάζει, δεν ξέρεις αν είναι από αγωνία ή χαρά.
Η γη βρίσκεται κάτω απ' τη γλώσσα του,
Ενα νεκρό βάρος σκοταδιού, που προσπαθεί να δει μεσα απ' τα μάτια του.
Ο λύκος ζει για τη γη.
Ομως ο λύκος είναι μικρός, δεν καταλαβαίνει πολλά.
Τρέχει μπρος-πίσω, κυνηγώντας τη διαίσθησή του και κλαίγοντας γοερά.
Πρέπει να ταϊσει τη γούνα του.
Η νύχτα χιονίζει άστρα και η γη ραγίζει.
Ted Hudges
(από τη συλλογή "Wodwo", 1967)

Υ.Γ:Τι καλά που άρχισες να γράφεις.Μας έλειπε η φωνή σου..

Leigh-Cheri είπε...

!!!
Για μένα είναι πάντα συγκλονιστικός ο συνδυασμός ευαισθησίας και πραγματικού, ζωντανού, ενίοτε και σκληρού, λόγου που εμφανίζεται στα κείμενά σου. Και είναι αυτός ακριβώς ο συνδυασμός που «γράφει» με τη μία μέσα μου. Κάνει την ευαισθησία (ανάγκη και ζητούμενο για μένα) κάτι υπαρκτό και γήινο, όχι πια άπιαστο κι ονειρικό,
και με βρίσκει…ολόκληρη!

«…Βάδιζα κι η διάθεσή μου ήταν τροπική
περίμενα τουτέστιν δυνατή βροχή
ή υγρασίες που να κόβονται με το μαχαίρι…»

Αν δεν τσιγκουνευτείς να μοιράζεσαι μαζί μας τέτοιες διαθέσεις θα είμαστε σίγουρα πολύ τυχεροί! :-)